- αγαθός
- -ή, -ό (Α ἀγαθός, -ή, -όν)καλός, χρηστός, ενάρετοςνεοελλ.1. καλόψυχος, άκακος2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό*αρχ.1. συνετός, φρόνιμος2. ευγενής στην καταγωγή3. γενναίος, ανδρείος4. αυτός που έχει επίδοση σε κάτι, άξιος, ικανός5. η κλητ. ἀγαθέως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας6. (για πράγματα) χρήσιμος7. το ουδ. ως ουσ. ευεργεσία, ωφέλεια8. στον πληθ. τα αγαθάπλεονεκτήματα, προτερήματα9. φρ. «ἀγαθόν ἐστι» + απαρέμφ.είναι καλό να... || (παραθ. ανώμαλα) συγκριτ. βελτίων, ἀμείνων, κρείσσων, λῴων (και λωίων) και σπάνια ἀρείων, κάρρων και ποιητ. τ. βέλτερος, λωίτερος, φέρτεροςυπερθ. βέλτιστος, ἄριστος, κράτιστος, λῴστος (και λώιστος) και ποιητ. τ. κάρτιστος, βέλτιστος, φέρτατος, φέριστοςεπίρρ. (Α) συνήθως το εὖ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το γοτθ. gops, γερμ. gut (= καλός), αγγλ. good (= καλός), τα αρχ. σλαβ. god (= έγκαιρος, στην κατάλληλη ώρα, πρβλ. ελλ. ωραίος), goditi (= αρεστός) ή με το σανσκρ. gadhya (= ό,τι κρατιέται γερά), αν δεχτούμε ότι η ΙΕ ρ. *ghadh- αρχικά σήμαινε «αγκαλιάζω», «κρατώ γερά» (πρβλ. ελλ. ἀ-γαθ-ὶς < *sm-ghadhi-). Ο τύπος ἀγαθὸς πιθ. < ἀ- αθροιστ. + καθός, που μαρτυρείται στο «ἀκαθόνἀγαθόν» τού Ησύχιου. Η τροπή τού κ σε γ πιθ. οφείλεται σε επίδραση τού ἄγα-, ἄγαν. Στη Μυκην. η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Κνωσό στον συγκριτ. βαθμόπροσδιορίζει ενδύματα αλλά και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας» (πληθ. ουδ. α-ro2-α, πληθ. θηλ. a-ro2-e). Αρχικά η λέξη δεν έχει ηθική σημασία. Στα ομηρικά έπη δηλώνει τον «γενναίο» (Ιλ. Ρ 631), τον «ευγενή στην καταγωγή» (Ιλ. Φ 109), τον «έμπειρο», τον «ικανό σε κάτι» (Ιλ. Β 408) και τον «συνετό», τον «φρόνιμο» (Ιλ. Ν 666). Ηθική σημασία αποκτά κατά τον 6ο π. Χ. αιώνα, ενώ στους Αττικούς συγγραφείς και στη φρ. «καλὸς κἀγαθός» αποτελεί το ένα από τα δύο συνθετικά στοιχεία μιας κοινωνικής αξίας και ενός παιδαγωγικού ιδεώδους, που επιζητεί τη σύμμετρη ανάπτυξη σώματος και ψυχής. Η λέξη στην αρχαιότητα βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με συνώνυμες λέξεις, όπως καλός, ἐσθλὸς και τελικά παραμερίζεται από το καλός.ΠΑΡ. αρχ. ἀγαθότης, ἀγαθύνω, ἀγαθῶ, ἀγαθωσύνηνεοελλ.αγαθεύω, αγαθιάρης, αγαθούτσικος.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγαθοειδής, ἀγαθοεργός, ἀγαθοποιόςνεοελλ.αγαθόπιστος, αγαθοπροαίρετος, αγαθοφέρνω κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.